- μονιάζω
- μόνιασα, μονιασμένος, φωλιάζω, παραμονεύω: Οι αρκούδες μονιάζουν στα βουνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονιάζω — μονιάζω, μόνιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μονιάζω — 1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) [μονιά] μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους») 2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του») 3.… … Dictionary of Greek
μονοιάζω — μονοιάζω, μόνοιασα, μονοιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μονιά, που δεν μπορεί να καθήσει κάπου μόνιμα, που ρέπει στον πλάνητα βίο 2. αυτός που δεν παραμένει σε μια θέση ή εργασία, αλλά διαρκώς τήν αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μονιάζω < μονιά*] … Dictionary of Greek
αρθμέω — ἀρθμέω (Α) [αρθμός] συμβιβάζομαι, μονιάζω … Dictionary of Greek